Καραγκούνης: Εφόδια και κίνητρα χρειάζονται οι μικροί αθλητές
Δηλώνει “παιδί της Περιφέρειας”, αφού ολοκλήρωσε ως ποδοσφαιριστής και ξεκίνησε ως προπονητής στη Μεσσηνία, έχοντας διαδρομή και σε αντρικά τμήματα ως βοηθός και ως πρώτος προπονητής σε Α.Ο. Κυπαρισσίας και τον τοπικό Ηρακλή αντίστοιχα.
Δέκα χρόνια πλέον στην προπονητική και κάτοχος διπλώματος UEFA B, ο Βασίλης Καραγκούνης διανύει τον τέταρτο χρόνο του στο ΕΑΚ Ηφαίστου, έχοντας μια διετία στα Τζούνιορ (Κ12) του Ηρακλή και όντας στον δεύτερο χρόνο του στο Παμπαιδικό (Κ14) του Ιπποκράτη, με το οποίο συμμετέχει στο οικείο πρωτάθλημα της ΕΠΣΑ.
Η ενασχόλησή του με τη μέση ηλικία των ποδοσφαιρικών Ακαδημιών (Κ12, Κ14) είναι η ερώτηση με την οποία ξεκίνησε η κουβέντα μας στα γραφεία του περιστεριώτικου συλλόγου.
“Θεωρώ ότι από τα 11 έως τα 14 χρόνια είναι η “χρυσή” ηλικία για έναν εκκολαπτόμενο ποδοσφαιριστή, γιατί είναι περισσότερο από ποτέ συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει. Πιο μικρός διακατέχεται από ανεμελιά, πιο μεγάλο τον απασχολούν και αρκετά άλλα πράγματα.
Είναι η ηλικία που μαθαίνουν σωστά τα βασικά, η ηλικία για να δουλέψεις πάνω σε ατομικά χαρακτηριστικά και τεχνική, γιατί τα επόμενα χρόνια αλλάζει ραγδαία το σώμα, μεγαλώνει ο σκελετός, καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία γίνονται πιο δύσκαμπτοι οι μύες, οπότε θα δουλέψεις περισσότερο συναρμογή και τακτικά κομμάτια υποομαδικά.
Θα πρέπει με την ηλικιακή ολοκλήρωση κάθε κλιμακίου, το παιδί να παραδίδεται έτοιμο για το επόμενο, όπως περίπου συμβαίνει και με το σχολείο”.
Ωραία πάσα αυτή. Πιστεύεις ότι οι προπονητές πρέπει να ακολουθούν τους ηλικιακούς προβιβασμούς των παιδιών με τα οποία δουλεύουν, με την έννοια ότι τα γνωρίζουν και ξέρουν δυνατά και αδύνατα σημεία ώστε να συνεχίσουν να τα ενισχύουν στοχευμένα.
“Ναι, συμφωνώ απόλυτα. Πρέπει ο προπονητής να ακολουθεί τα παιδιά τουλάχιστον για τρία χρόνια, δηλαδή τουλάχιστον για μία ηλικιακή μετάβαση. Να υπάρχει δηλαδή μία συνέχεια, γιατί είναι αυτό που είπες, ότι ο προπονητής ξέρει τα παιδιά και τις ανάγκες τους, τα παιδιά ξέρουν τον προπονητή και τα “θέλω” του.
Κάπου μπερδεύονται και τα παιδιά σε αυτούς τους προβιβασμούς όταν αλλάζει ο προπονητής, η φιλοσοφία με την οποία δουλεύει ο καθένας, ο κορμός του τμήματος στον οποίο άλλοτε είσαι ο μικρός κι άλλοτε ο μεγάλος (ηλικιακά)”.
Όταν μάλιστα θέλουν να κάνουν πρωταθλητισμό αντί για αθλητισμό…
“Κακά τα ψέματα, τον ανταγωνισμό τον έχουν τα παιδιά μέσα τους από τη μέρα που γεννιούνται. Σαφώς στις συνοικιακές ομάδες κάνουμε μαζικό αθλητισμό και όχι πρωταθλητισμό. Πρωταθλητισμό κάνεις όταν επιλέγεις το υλικό σου! Όταν σε επιλέγει εκείνο, τότε φροντίζεις να διασκεδάζει και να αγαπήσει τον αθλητισμό ώστε να παραμείνει σ’ αυτόν όσο περισσότερο γίνεται.
Για να περνάει καλά κάποιος που έρχεται να παίξει ποδόσφαιρο, θα πρέπει και η προπόνηση να είναι πιο κοντά στο ποδόσφαιρο. Ούτε να τρέχει γύρω γύρω, αλλιώς θα πήγαινε στίβο, ούτε να σηκώνει βάρη, αλλιώς θα πήγαινε γυμναστήριο, αλλά να παίζει ποδόσφαιρο και να είναι σε διαρκή επαφή με τη μπάλα μέσα από ενδιαφέρουσες προπονητικές μονάδες.
Μετά το Παιδικό (Κ16) υπάρχει χρόνος και για επεμβάσεις σωματοδομικά και για την σκοπιμότητα του αποτελέσματος. Οι προσαρμογές στις ανάγκες ενός αγώνα είναι στο κεφάλαιο της τακτικής και θα πρέπει να μας απασχολεί μετά τα 15-16 χρόνια”.
Κάθε πράγμα στον καιρό του…
“Ναι, γιατί όταν δεν κάνεις τα απλά και τα βασικά στην ώρα τους, θα έρθει γρήγορα η στιγμή που το παιδί θα απογοητευτεί και θα τα παρατήσει.
Όταν σ’ ένα παιδί 10 χρόνων μαθαίνεις, όχι να αναπτύσσεται σωστά, να συνεργάζεται, να φτάνει οργανωμένα στην αντίπαλη περιοχή, αλλά να σουτάρει ψηλοκρεμαστά από τη σέντρα γιατί ο τερματοφύλακας είναι κοντούλης και θα βάλεις γκολ για να κερδίσεις, τότε -με συγχωρείς- αλλά στην ηλικία των 15-16 ετών που ο απέναντι τερματοφύλακας δεν είναι πια κοντούλης, ο παίκτης σου θα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του, αντιλαμβανόμενος ότι είναι μηδενικά τα εφόδιά του και το ποδόσφαιρο δεν τον χωρά πια.
Και σ’ αυτό υπάρχει και η ευθύνη του συλλόγου. Όταν ο σύλλογος ενδιαφέρεται μόνο να έχει ευχαριστημένους χειροκροτητές στην εξέδρα και ικανοποιημένους πελάτες θα χαθεί η μπάλα αργά ή γρήγορα”.
Ο διαχωρισμός σε αγωνιστικά τμήματα και διαφορετικές ταχύτητες;
“Κατ’ αρχάς είναι όλα αγωνιστικά, δεν υπάρχει κάποιο που δεν έχει αγώνες. Το ανταγωνιστικό επίπεδο διαφέρει και σωστά διαφέρει. Όταν ένα παιδί αγωνίζεται σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό που του ταιριάζει, θα ακουμπήσει τη μπάλα πέντε φορές, γιατί και η εμπιστοσύνη των υπολοίπων προς αυτόν είναι περιορισμένη.
Όταν όμως αγωνίζεται κοντά στο επίπεδό του, θα την ακουμπήσει δεκαπέντε και με πολύ καλύτερες προοπτικές για μία επιτυχημένη προσπάθεια. Θα έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και μεγαλύτερο κέρδος. Εκεί που διαφωνώ είναι τα παγιωμένα ρόστερ μέσα στα ηλικιακά κλιμάκια.
Το παιδί που συστηματικά προσπαθεί και βελτιώνεται πρέπει να επιβραβεύεται μέσα στη χρονιά και αν είναι στο δεύτερο ή το τρίτο τμήμα, να μετακινείται στο υψηλότερο. Όπως επίσης αυτό που επαναπαύεται και δεν προσπαθεί να υποχωρεί. Έτσι δίνεις κίνητρα και αντικίνητρα στα παιδιά για να τα διατηρείς σε εγρήγορση. Παρακολουθώ τους αγώνες του “δεύτερου” τμήματος και έχω ανά πάσα στιγμή εικόνα του”.
Είσαι ευχαριστημένος από το επίπεδο των διοργανώσεων που υπάρχουν για τις αναπτυξιακές ηλικίες;
“Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο και πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσα να σου πω ότι είναι μια υποφερτή κατάσταση, αλλά το πρόβλημα είναι πώς παραμένει η ίδια, χωρίς προσπάθεια διαρκούς αναβάθμισης.
Θα ήθελα μεγαλύτερη προσοχή στην επιλογή των διαιτητών. Θα ήθελα ανθρώπους καταρτισμένους, να γνωρίζουν τους κανόνες και να έχουν τη διάθεση να εξηγήσουν τα σφυρίγματά τους στα μικρά παιδιά. Θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι ο διαιτητής είναι μέρος του παιχνιδιού.
Όταν ξεκινάει ο αγώνας ο προπονητής περνάει σε δεύτερη μοίρα. Πρωταγωνιστές είναι οι ποδοσφαιριστές και ο διαιτητής. Ο διαιτητής λοιπόν, ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες, θα πρέπει να επαναλάβει μια κακή πλάγια επαναφορά της μπάλας, όχι να δώσει αλλαγή και να γυρίσει από την άλλη. Θα πρέπει να ασκήσει πειθαρχικό έλεγχο σ’ ένα άσχημο μαρκάρισμα ή μια κακή συμπεριφορά ζητώντας από μένα να αποσύρω τον “δράστη”.
Πρέπει όλοι μαζί να λειτουργούμε σαν ομάδα για την πρόοδο των παιδιών και όχι να χάνονται οι ρόλοι, εγώ να προσπαθώ να κάνω τον διαιτητή υποδεικνύοντας τα λάθη του, ο γονιός από την εξέδρα να κάνει τον προπονητή δίνοντας οδηγίες στον γιο του και πάει λέγοντας”.
Όλοι οι γονείς είμαστε και λίγο κόουτς…
“Οι γονείς θα πρέπει να αντιληφθούν ότι έχουν στη ζωή των παιδιών τους έναν ρόλο αναντικατάστατο και πολύ πολύ απαιτητικό, για να αναλώνονται σε δευτερεύοντα πράγματα. Εγώ είμαι σήμερα προπονητής, αύριο μπορεί κάποιος άλλος να με αντικαταστήσει. Εκείνους δεν μπορεί να τους αντικαταστήσει κανείς.
Η ενασχόλησή τους με την εξωσχολική δραστηριότητα δεν πρέπει να είναι αφορμή τριβών στη σχέση τους με το παιδί. Ο ρόλος τους θα πρέπει να είναι διακριτικός, υποστηρικτικός και δημιουργικός. Όταν τελειώνει το παιχνίδι, δεν ρωτάμε αν νίκησε ή έχασε. Ρωτάμε αν ευχαριστήθηκε το παιχνίδι. Στις ήττες δεν φταίει ο διαιτητής, ο προπονητής, ο τερματοφύλακας ή ο αδύναμος συμπαίκτης μας. Έτσι περνάμε λάθος μήνυμα, ότι το παιδί δεν φταίει ποτέ, οπότε δεν χρειάζεται να προσπαθήσει περισσότερο.
Αν χάσαμε, κάτι δεν κάναμε καλά όλοι μαζί, που σημαίνει ότι όλοι μαζί θα πρέπει να δουλέψουμε καλύτερα, να προσπαθήσουμε περισσότερο, για να έχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα στο μέλλον.
Ο γονιός θα πρέπει να εξαντλήσει το ενδιαφέρον του στην επιλογή της ποδοσφαιρικής Ακαδημίας και να παραμείνει διακριτικά παρών από κει και πέρα. Δεν διαλέγουμε μία Ακαδημία μόνο και μόνο επειδή είναι κοντά στο σπίτι μας.
Όταν πρόκειται για φροντιστήριο, ελληνικών ή ξένης γλώσσας, πάνε στο πλησιέστερο; Όχι, Πηγαίνουν, συζητάνε και σε ένα και σε δύο, ρωτούν, παίρνουν γνώμες. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στην Ακαδημία. Και όταν πειστούν από τους κανόνες, τον τρόπο λειτουργίας, τα στελέχη της, να αφήσουν το παιδί απερίσπαστο σε αυτούς που εμπιστεύτηκαν”.
Στην προπόνηση είσαι πιο εκδηλωτικός, κάνεις παρατηρήσεις, στον αγώνα είσαι πολύ πιο ήσυχος. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος;
“Η δουλειά στο ποδόσφαιρο γίνεται στην προπόνηση. Δεν θα μάθει το παιδί ποδόσφαιρο στα 60 λεπτά που διαρκεί ο αγώνας. Θα μάθει στα 220 που διαρκούν οι προπονήσεις της εβδομάδας.
Εκεί θα δουλέψετε αυτά που πρέπει να κάνει στο γήπεδο. Κι εκεί να είναι περισσότερο αυτόνομος, για να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, να εφαρμόσει πράγματα που έμαθε, να πάρει αποφάσεις. Αν είναι να υποδεικνύουμε την ώρα του αγώνα κάθε κίνηση, κάθε πάσα, κάθε σουτ, ας πάρουμε καλύτερα το χειριστήριο να κάτσουμε σε μια κονσόλα, καλύτερα θα περάσουμε”.
Με τι θα είσαι ευχαριστημένος στο τέλος της χρονιάς;
“Αν κοιτάξω πίσω και δω ότι τα παιδιά προόδευσαν μέσα από το σύνολο, διασκέδασαν την ενασχόλησή τους με το ποδόσφαιρο και ανυπομονούν να αρχίσει η επόμενη. Τότε θα πω ότι κάτι έκανα”.